κομιστήρ

κομιστήρ
κομιστήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. κομίστρια (Α) [κομίζω]
αυτός που προπέμπει κάποιον, προπομπός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κομιστήρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιστῆρας — κομιστήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιστῆρες — κομιστήρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • κομίστρια — κομίστρια, ἡ (Α) βλ. κομιστήρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”